- ἐπειλύω
- ἐπειλύ̱ω , ἐπί-εἰλύωenfoldpres subj act 1st sgἐπειλύ̱ω , ἐπί-εἰλύωenfoldpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επειλύω — ἐπειλύω (AM) 1. κρύβω κάτι, σκεπάζω 2. μέσ. ἐπειλύομαι κρύβομαι, καλύπτω τον εαυτό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ειλύω «περιτυλίσσω, σκεπάζω»] … Dictionary of Greek